έλος — Φυσικογεωγραφικός όρος που χαρακτηρίζει μία επίπεδη και αβαθή έκταση, καλυμμένη από νερό που λιμνάζει. Το έ. είναι πιο ευρύ από το τέλμα, έχει καλύτερη υδρολογική δίαιτα από κάθε άλλη συγκέντρωση νερού, ενώ μέσα σε αυτό δεν μεταφέρονται φυτικά… … Dictionary of Greek
Ρανουγκουλίδες ή Βατραχίδες — Οικογένεια φυτών ποωδών, κυρίως της τάξης των ρανωδών ή βατραχωδών· έχουν φύλλα επαλλάσσοντα, πολυάριθμους στήμονες και αρκετά καρπόφυλλα που, εξελισσόμενα, δίνουν καρπούς αχαίνια (νεραγκούλα ή ρανούγκουλο, ανεμώνα κλπ.) ή θυλάκους (παιωνία,… … Dictionary of Greek
βατράχι — και βατράχιο, το (AM βατράχιον) 1. μικρός βάτραχος, βατραχάκι 2. βάτραχος 3. κύστη του υπογλώσσιου σιαλογόνου αδένα που οφείλεται σε απόφραξη του εκφορητικού πόρου του 4. κοινή ονομασία του γένους φυτών Ρανούγκουλος | | νεοελλ. ιστίο σε σχήμα… … Dictionary of Greek
νεραγκούλα — η κοινή ονομασία τών ειδών τού γένους ρανούγκουλος που απαντούν στην Ελλάδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. ranunculo < λατ. ranunculus, υποκορ. τού rana «βάτραχος», πιθ. με παρετυμολογική επίδραση τής λ. νερό] … Dictionary of Greek
ρανουγκουλίδες — οι, Ν βοτ. οικογένεια αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών τής τάξης ρανουγκουλώδη. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. ranunculaceae < λατ. ranunculus (βλ. ρανούγκουλος)] … Dictionary of Greek
ρανουγκουλώδη — τα, Ν βοτ. τάξη αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών με 140 περίπου γένη και 3.000 περίπου είδη. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. ranunculales < λατ. ranunculus (βλ. ρανούγκουλος)] … Dictionary of Greek
ρανώδη — τα, Ν βοτ. άλλη ονομασία τών πολυκαρπικών, μεγάλης ομάδας δικότυλων φυτών η οποία σε παλαιότερα συστήματα ταξινόμησης λογιζόταν ως τάξη. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. ranales, τ. ανώμαλα σχηματισμένος από το ranunculus (βλ. ρανούγκουλος)] … Dictionary of Greek
ρόγκολο — το, Ν βοτ. κοινή ονομασία τού φυτού ρανούγκουλος, αλλ. βατραχοβότανο, αγριονεραγκούλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. ranunculus] … Dictionary of Greek
σφουρδάκλα — και σφουρδακύλα, η, Ν βοτ. κοινή ονομασία πολλών ειδών τού γένους φυτών ρανούγκουλος, αλλ. βατραχοβότανο, ζοχαδόχορτο κ.α. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για ονομασίες τού φυτού διαλ. προέλευσης] … Dictionary of Greek