ρανούγκουλος

ρανούγκουλος
ο, Ν
βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που περιλαμβάνει 300 περίπου είδη από τα οποία γνωστότερα αυτοφυή είδη στην Ελλάδα είναι τα βατράχια, τα βατραχοβότανα, οι αγριονεραγκούλες, οι σφουρδάκλες κ.ά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. ranunculus < λατ. ranunculus «είδος ποώδους φυτού» (< ranunculus, υποκορ. τού rana «βάτραχος»)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • έλος — Φυσικογεωγραφικός όρος που χαρακτηρίζει μία επίπεδη και αβαθή έκταση, καλυμμένη από νερό που λιμνάζει. Το έ. είναι πιο ευρύ από το τέλμα, έχει καλύτερη υδρολογική δίαιτα από κάθε άλλη συγκέντρωση νερού, ενώ μέσα σε αυτό δεν μεταφέρονται φυτικά… …   Dictionary of Greek

  • Ρανουγκουλίδες ή Βατραχίδες — Οικογένεια φυτών ποωδών, κυρίως της τάξης των ρανωδών ή βατραχωδών· έχουν φύλλα επαλλάσσοντα, πολυάριθμους στήμονες και αρκετά καρπόφυλλα που, εξελισσόμενα, δίνουν καρπούς αχαίνια (νεραγκούλα ή ρανούγκουλο, ανεμώνα κλπ.) ή θυλάκους (παιωνία,… …   Dictionary of Greek

  • βατράχι — και βατράχιο, το (AM βατράχιον) 1. μικρός βάτραχος, βατραχάκι 2. βάτραχος 3. κύστη του υπογλώσσιου σιαλογόνου αδένα που οφείλεται σε απόφραξη του εκφορητικού πόρου του 4. κοινή ονομασία του γένους φυτών Ρανούγκουλος | | νεοελλ. ιστίο σε σχήμα… …   Dictionary of Greek

  • νεραγκούλα — η κοινή ονομασία τών ειδών τού γένους ρανούγκουλος που απαντούν στην Ελλάδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. ranunculo < λατ. ranunculus, υποκορ. τού rana «βάτραχος», πιθ. με παρετυμολογική επίδραση τής λ. νερό] …   Dictionary of Greek

  • ρανουγκουλίδες — οι, Ν βοτ. οικογένεια αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών τής τάξης ρανουγκουλώδη. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. ranunculaceae < λατ. ranunculus (βλ. ρανούγκουλος)] …   Dictionary of Greek

  • ρανουγκουλώδη — τα, Ν βοτ. τάξη αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών με 140 περίπου γένη και 3.000 περίπου είδη. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. ranunculales < λατ. ranunculus (βλ. ρανούγκουλος)] …   Dictionary of Greek

  • ρανώδη — τα, Ν βοτ. άλλη ονομασία τών πολυκαρπικών, μεγάλης ομάδας δικότυλων φυτών η οποία σε παλαιότερα συστήματα ταξινόμησης λογιζόταν ως τάξη. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. ranales, τ. ανώμαλα σχηματισμένος από το ranunculus (βλ. ρανούγκουλος)] …   Dictionary of Greek

  • ρόγκολο — το, Ν βοτ. κοινή ονομασία τού φυτού ρανούγκουλος, αλλ. βατραχοβότανο, αγριονεραγκούλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. ranunculus] …   Dictionary of Greek

  • σφουρδάκλα — και σφουρδακύλα, η, Ν βοτ. κοινή ονομασία πολλών ειδών τού γένους φυτών ρανούγκουλος, αλλ. βατραχοβότανο, ζοχαδόχορτο κ.α. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για ονομασίες τού φυτού διαλ. προέλευσης] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”